- λευκόσημο
- τουδατόσημο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + -σημο (< σῆμα), πρβλ. χαρτό-σημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Κωνστ. Βαρβάτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
φιλιγκράν — φιλιγκράν, το και φιλιγκράμ, το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. διάτρητο δικτυωτό κόσμημα ή έργο τέχνης από λεπτά φύλλα ή σύρματα χρυσού ή αργύρου ή μολύβδου ή γυαλιού: Φλωρεντινά φιλιγκράν. 2. υδατόσημο (βλ. λ.), υδάτινο σημείο, λευκόσημο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)